Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

"ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ".

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
© Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ ΚΑΤΑ ΕΥΝΟΜΙΟΥ και ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Ι. ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ ΚΑΤΑ ΕΥΝΟΜΙΟΥ
Α. Εισαγωγικά
Β. Η βασική θέσις του κ. Μαρτζέλου
Γ. Η Νέα έκδοσις του 1984/93
Δ. Τα δύο κείμενα-θεμέλια των θέσεων του κ. Γ. Μαρτζέλου που τυγχάνουν να είναι εις το βιβλίον μου "Το Πρατορικόν Αμάρτημα"
Ε. Σύνοψις της διδασκαλίας του Ευνομίου
ΙΙ. ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

Ι. Εις το Μέρος Ι (σ. 1-20) της εκθέσεως ταύτης θα μας απασχολήση η προσπάθεια του καθηγητού του τμήματος θεολογίας της θεολογικής σχολής του ΑΠΘ κ. Γ. Μαρτζέλου να ανατρέψη την παραδοσιακήν, δηλαδή την πατερικήν αντίληψιν περί της διαμάχης μεταξύ του αιρετικού Ευνομίου και κυρίως των Πατέρων Μεγάλου Βασιλείου και Γρηγορίου Νύσσης επάνω εις την διάκρισιν μεταξύ της θείας ουσίας και των θείων "ενεργειών".
ΙΙ. Εις το Μέρος ΙΙ (σ. 20-26) θα μας απασχολήση η κατάργησις του δόγματος περί των κοινών και των ακοινωνήτων της Αγίας Τριάδος από ολόκληρον το τμήμα θεολογίας του Α.Π.Θ. Δηλαδή κατήργησε την αποκάλυψιν του Θεού εις την ανθρωπότητα μέσω του δοξασμού των θεουμένων ότι "...άπαν, ό θεωρείται και λέγεται εν τη παναγία και ομοφυεί και ομοουσίω Τριάδι, ή κοινόν εστι πάντων, ή ενός και μόνου των τριών". Μάλιστα την τελικήν μορφήν της ορολογίας περί αυτών των κοινών και των ακοινωνήτων της Αγίας Τριάδος ετελειοποίησαν κυρίως οι εν λόγω αδελφοί Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος Νύσσης και ο φίλος τους Γρηγόριος ο Θεολόγος και η οποία ήτο το βασικόν θεμέλιον όλων των Οικουμενικών Συνόδων, κυρίως της Β' το 381 και της Η' το 879.
ΙΙΙ. Συμπεράσματα και Θεολογική Μέθοδος

Ι. ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ ΚΑΤΑ ΕΥΝΟΜΙΟΥ
Α'. Εισαγωγικά
1. Το 1983 και το 1984/93 εδημοσιεύθη η διδακτορική διατριβή του κ. Γεωργίου Μαρτζέλου με τον τίτλον "ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ".2 Ο συγγραφεύς ασχολείται με τους ως άνω τρεις ωσάν να επρόκειτο περί στοχαστών. Ασφαλώς τούτο ισχύει δια τον Ευνόμιον, αλλά όχι δια τους Πατέρας Μ. Βασίλειον και Γρηγόριον Νύσσης. Τούτο διότι έφθασαν και οι δύο τους μαζί με τον Γρηγόριον τον Θεολόγον εις την εν Χριστώ θεωρίαν της δόξης του Πατρός εν Αγίω Πνεύματι δι' εσόπτρου εν αινίγματι και πρόσωπον προς πρόσωπον, δηλαδή δια του φωτισμού και της θεώσεως, και άφησαν τα άγια λείψανά τους εις μαρτυρίαν του γεγονότος τούτου. Δηλαδή εθεολόγησαν ως θεόπται, όχι ως στοχασταί. Δια τούτο μάλιστα εγνώρισαν εμπειρικώς ότι το θεμέλιον του δόγματος της Αγίας Τριάδος είναι τα κοινά και τα ακοινώνητά της όπως μαρτυρεί η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Μάλιστα ο Γρηγόριος Νύσσης εξηγεί το φαινόμενον των αιρετικών κληρικών εντός των κόλπων της Εκκλησίας. Αυτοί εμφανίσθησαν όταν εισήλθον στον κλήρον μη φωτισμένοι και μη δοξασμένοι, δηλαδή στοχασταί. Από τους θεουμένους προφήτας, αποστόλους και Πατέρας γνωρίζομεν ότι 1) "Θεόν φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατώτερον," 2) "ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ των κτισμάτων και της ακτίστου δόξης του Θεού" και 3) "...άπαν, ό θεωρείται και λέγεται εν τη παναγία και ομοφυεί και ομοουσίω Τριάδι, ή κοινόν εστι πάντων, ή ενός και μόνου των τριών." Τα τρία αξιώματα αυτά αποκλείουν την μεταφυσικήν οντολογίαν και τους βάσει αυτής στοχασμούς.
2. Ο κ. Μαρτζέλος δεν αντιμετωπίζει τον Μ. Βασίλειον και τον Γρηγόριον Νύσσης σαν εμπειρικούς επιστήμονας που είδαν μέσω της κοινής ακτίστου δόξης των περιχωρούντων αλλήλοις υποστάσεων της Αγίας Τριάδος εν τω ενσαρκωθέντι Κυρίω της Δόξης. Εν αντιθέσει προς τους θεουμένους αυτούς Πατέρας ο Ευνόμιος ανοήτως κάμνει τον θρησκευόμενον φιλόσοφον σε πράγματα που δεν είδε τουλάχιστον δι' εσόπτρου εν αινίγματι. Εκτός τούτου ο κ. Μαρτζέλος και οι συνάδελφοί του κ. Ματσούκας και Τσελεγγίδης, κατήργησαν την ανωτέρω διάκρισιν μεταξύ των "κοινών" και των περιχωρούντων αλλήλοις "ακοινωνήτων" της Αγίας Τριάδος και έτσι κατέρριψαν τα θεμέλια της διαμάχης των Πατέρων κατά των αιρετικών που κατεδικάσθησαν από τας Οικουμενικάς Συνόδους Α' μέχρι Η'.
3.Ο κ. Μαρτζέλος όχι μόνον χρησιμοποιεί συχνά τον όρον οντολογία, αλλά και τιτλοφορεί το Κεφάλαιο Β' "Ο οντολογικός χαρακτήρ των θείων ενεργειών"! Αν είναι δυνατόν; Εκτός Ελλάδος σημαίνει σχεδόν πάντοτε την μεταφυσικήν. Χρησιμοποιεί τον όρον "οντολογικήν θεώρησιν" που δεν υπάρχει στους Πατέρας.3
4. Μάλιστα είναι εξίσου πρόβλημα εάν δύναται το σύστημα του Ευνομίου να χαρακτηρισθή ως "οντολογική θεώρησις" εφόσον πράγματι η "ανωτάτω και κυριωτάτη πρώτη ουσία" είναι η ίδια η βούλησίς της που δεν δεσμεύεται ούτε από την "παρεπομένην ενέργειάν της" μέσω της οποίας παράγει την δευτέραν ουσίαν κ.τ.λ. "Πάντα γαρ όσα ηθέλησε, εποίησεν. Ου γαρ επιδέεταί τινος προς την ών βούλεται σύστασιν, αλλ' άμα τε βούλεται, και γέγονε, όπερ ηθέλησεν".4 Ως καθαρά βούλησις η πρώτη εν λόγω ουσία δεν δεσμεύεται ούτε από την παρεπομένην ενέργειάν της και ούτε από το προσφυές όνομά της. Επομένως το σύστημα του Ευνομίου δεν είναι οντολογικο-μεταφυσική, ούτε αριστοτελική, ούτε πλατωνική, ούτε καν νεοπλατωνική. Είναι απλώς μία ειδωλολατρεία τριθεϊκή της οποίας το ύψιστον όν, δηλαδή η πρώτη ουσία του είναι αυτή αύτη η κατά πάντα αδέσμευτος βούλησίς του. Δεν έχει τίποτε εκτός και εντός εαυτής που καθορίζει τα αποτελέσματα της βουλήσεώς του. Δια τούτο δεν έχει ανάγκην ακτίστου ενεργείας δια να κάμνη ό,τι θέλει. Έτσι η αδέσμευτος βούλησις που είναι η ουσία της "ανωτάτω και κυριωτάτης ουσίας" βούλεται την ύπαρξιν της παρεπομένης ενεργείας της και το προσφυές όνομά της και έγινε αμέσως το θέλημα της. "Πάντα γαρ όσα ηθέλησε, εποίησεν. Ου γαρ επιδέεταί τινος προς την ών βούλεται σύστασιν, αλλ' άμα τε βούλεται, και γέγονε, όπερ ηθέλησεν".5

Β'. Η βασική θέσις του κ. Μαρτζέλου
5. Ο κ. Μαρτζέλος προβληματίζεται με το κατά πόσον ο Μέγας Βασίλειος κατενόησε την διδασκαλίαν του Ευνομίου περί ουσίας και ενεργείας του Θεού. Ο Μ. Βασίλειος κατηγορεί τον Ευνόμιον ότι ταυτίζει την θείαν άκτιστον ενέργειαν με την άκτιστον θείαν ουσίαν ως εξής, "πώς ουν ου καταγέλαστον, το δημιουργικόν ουσίαν είναι λέγειν; Ή το προνοητικόν πάλιν ουσίαν; Ή το προγνωστικόν πάλιν ωσαύτως; Και απαξαπλώς πάσαν ενεργειαν, ουσίαν τίθεσθαι;"6 Αφού το 1983 ο κ. Μαρτζέλος παραθέτει αυτό τούτο το κείμενον εις την υποσημείωσιν 4 της σελίδος 93-94 και το 1984/93 στην υποσημείωσιν 2 στην σελίδα 83 παρατηρεί ότι, "καίτοι όμως ο Ευνόμιος σαφώς τονίζει την διάκρισιν μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού, ο Μ. Βασίλειος τον κατηγορεί ότι ουσιαστικώς ταυτίζει ουσίαν και ενέργειαν εις τον Θεόν".7 Το "ουσιαστικώς" δεν υπάρχει στον Βασίλειον.
6. Ο κ. Μαρτζέλος υποστηρίζει ότι ασφαλώς ο Μ. Βασίλειος γνωρίζει την διάκρισιν που κάμνει ο Ευνόμιος μεταξύ της "ουσίας και των ενεργειών του Θεού" και υπόσχεται ότι θα εξηγήση το φαινόμενον αυτό στο τέταρτον κεφάλαιον. Εκεί διατείνεται το 1983 εις την σ. 95 και το 1984/93 εις την σ. 84 ότι "ο Υιός... "εγεννήθη" και "εκτίσθη" κατ' άμεσον τρόπον δια της ακτίστου ενεργείας του Πατρός...η αιτιώδης σχέσις μεταξύ του Πατρός και του Υιού προσδιορίζεται κατά τον Ευνόμιον μόνον υπό της ακτίστου ενεργείας του Πατρός, εις την οποίαν οφείλει την ύπαρξίν του". Δηλαδή, κατά τον κ. Μαρτζέλον ο Ευνόμιος είναι απλώς οπαδός του Αρείου. Αλλά αντιθέτως, όπως έχουμε περιγράψει την διδασκαλίαν του Ευνομίου εις την παρούσα έκδοσιν της Δογματικής και εις το Franks, Romans, Feudalism and Doctrine το 1981 και όπως θα ίδωμεν πάλιν, η ενέργεια, και όχι αι κατά τον κ. Μαρτζέλον ενέργειαι, της "ανωτάτης και κυριωτάτης ουσίας" δια της οποίας κτίζει την δευτέραν ουσίαν, δηλαδή τον Λόγον, είναι "παρεπομένη" και αποτέλεσμα κτιστόν της βουλήσεως της που είναι αυτή αύτη η ουσία της. Δια λόγους που θα ίδωμεν παρακάτω ο κ. Μαρτζέλος δεν έχει υπ' όψιν του τα κείμενα βάσει των οποίων ο Ευνόμιος μας αποκαλύπτει την σαφεστέραν διδασκαλίαν και ορολογίαν του και βάσει των οποίων περιγράφω την διδασκαλίαν του.
7. α) Όπως θα ίδωμεν από κείμενα του Ευνομίου η "ανωτάτω και κυριωτάτη ουσία" έχει μίαν "παρεπομένην ενέργειαν," και όχι "ενεργείας," όπως διαβάζει κατ' επανάληψιν τα περιορισμένα κείμενα του Ευνομίου που γνωρίζει ο κ. Μαρτζελος. Η δε "παρεπομένη ενέργεια" αυτή δεν είναι άκτιστος, αλλά κτιστή. Ο κ. Μαρτζέλος είχε βρει ένα μόνον χωρίον του Γρηγορίου Νύσσης όπου γίνεται μνεία του όρου "παρεπομένη ενέργεια," σ. 90 και υποσημ. 6 το 1983 και σ. 81 υποσημ. 5 το 1984/93, παρ' ότι ο όρος αυτός είναι το βασικό κλειδί του περί ενεργείας συστήματος του Ευνομίου.
β) Ο κ. Μαρτζέλος έχει υπόψιν του την διδασκαλίαν του Ευνομίου περί Θεού και των "ενεργειών" του από το έργον αυτού "Απολογία" και από την ανασκευήν του εις το έργον του Μεγάλου Βασιλείου "Ανατρεπτικός της Απολογίας του δυσσεβούς Ευνομίου." Ο Ευνόμιος, όμως, κυκλοφορούσε το έργον του εις στενούς κύκλους. Όμως ο Μέγας Βασίλειος το ανακάλυψε και όχι μόνον το ανασκεύασε δημοσίως, αλλά και το γελοιοποίησε. Αλλά το έργον αυτό του Ευνομίου δεν ήτο η πλήρης διδασκαλία του. Εις απάντησιν του Βασιλείου ο Ευνόμιος έγραψε το έργον του "Απολογία υπέρ Απολογίας" πάλιν δια εκλεκτούς φίλους και οπαδούς του. Μάλιστα το εδημοσίευσε μετά τον θάνατον του Μεγάλου Βασιλείου. Εις το σημείον αυτό ο Γρηγόριος Νύσσης ανέλαβε να το ανασκευάση εις το έργον του "Αντιρρητικός προς Ευνόμιον". Το εν λόγω έργον του Ευνομίου δεν σώζεται, σώζονται όμως πολλά εις τον "Αντιρρητικόν προς Ευνόμιον". Εν συνεχεία ο Ευνόμιος εξέδωσε το έργον του "Έκθεσις Πίστεως" του οποίου πολλά σώζονται εις τον "Αντιρρητικόν προς την Ευνομίου Έκθεσιν" του Γρηγορίου Νύσσης.
γ) Παραδόξως ο κ. Μαρτζέλος παραπέμπει εις περίπου 27 κείμενα του Ευνομίου από τα ογκώδη κατ' αυτού έργα του Γρηγορίου Νύσσης. Μόνον τρία απ' αυτά τα κείμενα του Ευνομίου8 αναφέρονται εις την διδασκαλίαν του περί Θεού, ενώ τα υπόλοιπα περίπου 25 κείμενα αναφέρονται εις την διδασκαλίαν του Ευνομίου περί των ονόματων του Θεού. Ο Ευνόμιος δεν είχε αποκαλύψει ακόμη όλην την διδασκαλίαν του περί των τριών θεϊκών ουσιών του και των ονομάτων τους εις το έργον "Απολογία" που ανεσκεύασε ο Μ. Βασίλειος. Μη έχων παρά τα τρία ανωτέρω κείμενα του Ευνομίου ο κ. Μαρτζέλος ούτε καν αναφέρεται εις την περί "τής ανωτάτω και κυριωτάτης ουσίας" και "τής παρεπομένης ενεργείας και του προσφυούς ονόματος της" διδασκαλίαν του Ευνομίου. Τούτο σημαίνει απλούστατα ότι, όχι μόνον δεν έχει ολοκληρωμένην εικόνα της περί Θεού και "τής ενεργείας του" διδασκαλίας του Ευνομίου, αλλά την εικόνα που έχει κατασκευάσει είναι εντελώς πλανεμένη. Με άλλα λόγια εδούλεψε μόνον με τα περί Θεού και των θείων ενεργειών κείμενα του Ευνομίου με τα οποία ασχολείται ο Μέγας Βασίλειος. Μη έχων υπόψιν του τα περί Θεού και "τής παρεπομένης ενεργείας του" κείμενα του Ευνομίου ως σώζονται εις τα εν λόγω έργα του Γρηγορίου Νύσσης, ο κ. Μαρτζέλος δεν είχε τα μέσα δια να έχει ακριβή εικόνα της διδασκαλίας του Ευνομίου. Υπεύθυνος δια την κατάστασιν αυτήν είναι ο σύμβουλος καθηγητής του που θα έπρεπε να επιμείνη να χρησιμοποιήση και τα περί Θεού και ενεργείας κείμενα του Ευνομίου εις τα κατ' αυτού συγράμματα του Γρηγορίου Νύσσης. Δια τούτο, όπως θα ίδωμεν, δεν κατάλαβε τί είναι η εν λόγω "παρεπομένη ενέργεια" κατά τον Ευνόμιον αφού και την εξέλαβε ως άκτιστον. Το ότι είναι κτιστή μάλιστα φαίνεται από το ίδιο το ρήμα "παρέπομαι" που σημαίνει "ακολουθώ από δίπλα" ή "από κοντά," ή ως "τό παρεπόμενον" είτε "ως τι κατ' ανάγκη αποτέλεσμα" είτε "ως τι συμβεβηκός". Κατά τον Ευνόμιον "η παρεπομένη αυτή ενέργεια" δεν είναι κατά την φύσιν της ούτε άναρχος ούτε ατελεύτητος, διότι απλούστατα είναι κτίσμα της ακτίστου βουλήσεως, δηλαδή της ακτίστου ουσίας.
δ) Έτσι η πρωτοτυπία του κ. Μαρτζέλου και του συμβούλου καθηγητού του συνίσταται εις το ότι ίσως είναι οι πρώτοι που ισχυρίσθηκαν ότι δύναται κάτι που δεν είναι "άναρχον" να είναι και συγχρόνως άκτιστον. Αλλά δια τον Ευνόμιον η εν λόγω "παρεπομένη ενέργεια" της "ανωτάτω και κυριωτάτης ουσίας" δεν είναι άναρχος απλούστατα διότι είναι "κτιστή". Εις την σ. 90-92 το 1983 και την σ. 79-81 το 1984/93 ο κ. Μαρτζέλος βαπτίζει την ενέργειαν αυτήν "άκτιστον" και αγωνίζεται με σοφιστίες να καλύψη την αδυναμίαν του να τεκμηριώση με χωρία του Ευνομίου και των αντιπάλων του πώς είναι δυνατόν μία ενέργεια που δεν είναι άναρχος να είναι συγχρόνως και άκτιστος. Μάλιστα καλεί ήδη το 1983 σ. 90 εις επικουρίαν του τον Γρηγόριον Νύσσης ο οποίος γράφει ότι η ενέργεια του Θεού είναι κατά τον Ευνόμιον "δύναμίς τις ουσιώδης καθ' εαυτήν υφεστώσα και το δοκούν εργαζομένη δι' αυτεξουσίου κινήματος". Αλλά πάντως το χωρίον αυτό δεν είναι του Ευνομίου. Είναι μέρος κολοβωμένου ερωτήματος, που ολοκληρώνεται το 1984/93 σ. 81, υποσημ. 5. Με το κείμενον του αυτό ο Γρηγόριος Νύσσης χλευάζει την "παρεπομένην ενέργειαν" του Θεού του Ευνομίου. Είναι η μόνη φορά που ο τεχνικός και βασικός όρος κλειδί του συστήματος του Ευνομίου, δηλαδή "παρεπομένη ενέργεια", κάμνει την εμφάνισίν του εις το βιβλίον αυτό του κ. Μαρτζέλου.
8) Οι κ. Μαρτζέλος και Καλογήρου νομίζουν ότι οι ξένοι, σαν τον J. N. D. Kelly στον οποίον εστηρίχθησαν, καταλαβαίνουν πραγματικά τας διαμάχας μεταξύ Πατέρων και αιρετικών της εποχής των Οικουμενικών Συνόδων. Ούτε οι Παπικοί, ούτε οι Προτεστάνται, αλλά και ούτε σχεδόν όλοι που κάμνουν τους σημερινούς ορθοδόξους θεολόγους, έχουν ακόμη καταλάβει ότι δια όλους τους Πατέρας των Οικουμενικών Συνόδων ο Λόγος της Κ. Δ. είναι ο Ιαχβέ, δηλαδή ο Κύριος της Δόξης της Π.Δ. Σ' αυτό, δηλαδή ότι ο Λόγος είναι ο Ιαχβέ των προφητών, συμφωνούν και οι Αρειανοί και οι Πατέρες και ο Ευνόμιος ο ίδιος και οι αδελφοί Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος Νύσσης. Αυτό είναι και ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ των διαμαχών μεταξύ αιρετικών και Ορδοδόξων. Επίσης είναι το κατ' εξοχήν Κλειδί των διαφορών μεταξύ Αυγουστίνου και των υπολοίπων Πατέρων Δύσεως και Ανατολής, και μεταξύ Φραγκο-Λατίνων και των Πατέρων. Οι σημερινοί Παπικοί και Προτεστάνται ταυτίζουν τον εαυτόν τους ουσιαστικά με τον Αυγουστίνον εις το ότι ο Χριστός δεν είναι ο Ιαχβέ της Π.Δ. και τους ακολουθούν "σχεδόν όλοι" οι σημερινοί δήθεν "ορθόδοξοι θεολόγοι", "βιβλικοί" και "δογματικοί".

Γ'. Η Νέα έκδοσις του 1984/93
9) Ο κ. Μαρτζέλος είχε κάμει νέαν έκδοσιν της διατριβής του το 1984. Ήτο φυσικόν να πιστεύσω ότι ίσως διώρθωσε την νέαν αυτήν έκδοσιν. Τώρα στην ιδικήν του σ. 78 υποσημ. 1 παραπέμπει στα έργα μου (1) Δογματική κεφ. "Οι Ευνομιανοί", (2) "Κριτική Θεώρησις των εφαρμογών της Θεολογίας", σ. 425 και (3) "Franks, Romans, Feudalism and Doctrine", σελ. 77. Το ότι δεν διάβασε το τελευταίο βιβλίον σωστά φαίνεται από το γεγονός ότι η περίληψίς μου της διδασκαλίας του Ευνομίου δεν ευρίσκεται στην σ. 77, αλλά εις τας σ. 87-88 εις τας οποίας δεν παραπέμπει. Και ούτε κατάλαβε το κεφάλαιον "Οι Ευνομιανοί" της Δογματικής μου. Εκεί περιγράφω πώς η δευτέρα ουσία, δηλαδή ο Λόγος, της Τριάδος του Ευνομίου, δεν είναι έργον της ακτίστου ενεργείας του Πατρός, όπως στον Άρειον, αλλά έργον της κτιστής ακολουθούσης, "παρεπομένης", ενεργείας της πρώτης ουσίας. Ούτε στο στάδιον αυτό μου εζήτησε εις ποία χωρία θεμελειώνω την περιγραφήν μου της διδασκαλίας του Ευνομίου. Έτσι συνέχισε να υποστηρίζη ότι ο Ευνόμιος ακολουθεί τον Άρειον.

Δ'. Τα δύο κείμενα-θεμέλια των θέσεων του κ. Γ. Μαρτζέλου που τυγχάνουν να είναι εις το βιβλίον μου "Το Πρατορικόν Αμάρτημα" 9
10. α) Το 1957 και πάλιν το 1987 είχα επικαλεσθεί τον Μέγαν Βασίλειον διαμαρτυρόμενον κατά του Ευνομίου ότι, "πώς ουν ου καταγέλαστον, το δημιουργικόν ουσίαν είναι λέγειν; Ή το προνοητικόν πάλιν ουσίαν; Ή το προγνωστικόν πάλιν ωσαύτως; Και απαξαπλώς πάσαν ενέργειαν, ουσίαν τίθεσθαι;"10
β) Ο κ. Μαρτζέλος αποκαλύπτει μόλις στην σ. 93 (υποσημ. 4) στην έκδοσιν του 1983 ή στην σ. 83 υποσημ. 2 στην έκδοσιν του 1984/93 τα λεγόμενα αυτά του Μ. Βασιλείου. Στο σημείον αυτό έχει πλέον, ως φαίνεται, την πεποίθησιν ότι ο αναγνώστης θα έχη τώρα πιστεύση στην μέχρι τούδε ερμηνείαν του ότι ο Ευνόμιος δεν ταυτίζει την θείαν ουσίαν με την άκτιστον θείαν ενέργειαν, όπως τον κατηγορεί ο Μ. Βασίλειος.
11. α) Ο Ευνόμιος είχε υπόψιν του την διδασκαλίαν και των Ορθοδόξων και των Αρειανών περί της διακρίσεως μεταξύ της θείας ουσίας και της ακτίστου ενεργείας. Αλλά εχάραξε νέαν γραμμήν στο θέμα. Εταύτισε την ουσίαν του Θεού με την βούλησιν του Θεού και διακρίνει από αυτήν την ενέργειαν του Θεού που ακολουθεί την βούλησίν του. Δια τούτο την "ενέργειαν ηγείσθαι την βούλησιν". Αυτά κατέγραψε ο Ευνόμιος εις το έργον του "Απολογία" που κυκλοφορούσε μυστικώς μεταξύ των οπαδών του που ελέγοντο Ανόμοιοι και που δεν εδέχοντο καμμίαν ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Δηλαδή, συμφωνούσαν με τους Ορθοδόξους φαινομενικά στη διάκρισιν μεταξύ θείας ουσίας και θείων ενεργειών και στην ανομοιότητα ακτίστου και κτιστού δια να τους ανατρέψουν από μέσα. Αυτό το έργον του Ευνομίου είναι εκείνο που έπεσε εις τα χέρια του Βασιλείου και από τούτο κατάλαβε τον κίνδυνον που διέτρεχον οι πιστοί. Ο κ. Μαρτζέλος δεν συνέλαβε τα κρυπτόμενα μέσα στα κείμενα του Ευνομίου και έτσι ευρίσκει περίεργον την καταγγελίαν του Μεγάλου Βασιλείου ότι ο Ευνόμιος ταυτίζει ουσίαν και ενέργειαν εις τον Θεόν. Αλλά εν αντιθέσει προς τους Ορθοδόξους ο Ευνόμιος υποστηρίζει ότι η διακρινομένη από την θείαν ουσίαν ενέργεια της "ανωτάτω και κυριωτάτης ουσίας" είναι "παρεπομένη" και κτιστή.
β) Ιδού το κείμενον του Ευνομίου που επαγίδευσε τον κ. Μαρτζέλον, "ούτοι μερισμόν ή κίνησίν τινα την ουσίαν ηγουμένους, άπερ επινοείν αναγκαίον τους υπαγομένους τοις Έλλησι σοφίσμασιν, ενούντων τη ουσία την ενέργειαν, και δια τούθ' άμα μεν τω Θεώ τον κόσμον αποφαινομένων, ουδέν δε μάλλον εκ τούτου την ατοπίαν διαφευγόντων...Ημείς δε κατά τα μικρώ πρόσθεν ρηθέντα την ενέργειαν εκ των έργων κρίνοντες, ουκ ασφαλές οιόμεθα δείν ενούν τη ουσία, την μεν άναρχον απλήν τε και ατελεύτητον ειδότες, την δε ενέργειαν ουκ άναρχον. Ή γαρ αν ήν και το έργον άναρχον, ούτ' ατελεύτητον, επεί μηδέ οίόν τε παυσαμένων των έργων άπαυστον είναι την ενέργειαν. Λίαν γαρ μειριακώδες, και φρενώς νηπίας, αγέννητον και ατελεύτητον λέγειν την ενέργειαν ταυτόν τη ουσία τιθεμένους μηδενός των έργων αγεννήτως γίνεσθαι δυναμένου, μητ' ατελευτήτως. Εκ γαρ τούτων συμβαίνει δυοίν θάτερον, ή την ενέργειαν άπρακτον είναι του Θεού, ή το έργον αγέννητον. Ει δ' εκάτερον τούτων ομολογουμένως άτοπον, αληθές το λειπόμενον, αρχομένων τε των έργων, μη άναρχον είναι την ενέργειαν, παυομένων τε, μη άπαυστον. Ου χρή τοίνυν πειθομένοις γνώμαις ετέρων ανεξετάστοις ενούν τη ουσία την ενέργειαν, αληθεστάτην δε και Θεώ πρεπωδεστάτην ενέργειαν ηγείσθαι την βούλησιν, αρκούσαν προς τε το είναι και σώζεσθαι τα πάντα, μαρτυρούσης και προφητικής φωνής. Πάντα γαρ όσα ηθέλησε, εποίησεν. Ου γαρ επιδέεταί τινος προς την ών βούλεται σύστασιν, αλλ' άμα τε βούλεται, και γέγονε, όπερ ηθέλησεν".11
γ) Εις το κείμενον αυτό μόνον η βούλησις του αγεννήτου είναι άκτιστος αφού αυτή ταυτίζεται με την άκτιστον θείαν ουσίαν. Δια τούτο, όπως θα δούμεν, προηγείται η άκτιστος ουσία/βούλησις και παρέπεται η ενέργεια και δια τούτο ο Ευνόμιος την ονομάζει "παρεπομένην". Ο τεχνικός όρος αυτός, δηλαδή "παρεπομένη ενέργεια", εμφανίζεται, όπως εσημειώσαμεν, μία φορά μόνον εις το βιβλίον του κ. Μαρτζέλου εις χωρίον του Γρηγορίου Νύσσης το οποίον δεν κατάλαβε, όπως θα ίδωμεν στην παραγ. 28. Το παράδοξον είναι ότι δια τον Ευνόμιον δεν υπάρχει "ενέργεια" της Τριθεΐας του που να μη είναι "παρεπομένη". Ο κ. Μαρτζέλος δεν εδιάβασε καν τα σχετικά κείμενα του Ευνομίου εις τον Γρηγόριον Νύσσης και δια τούτο δεν κατάλαβε το απλούν τούτο γεγονός που είναι βασικόν κλειδί του θρησκευτικού συστήματος του Ευνομίου.
δ) Αλλά ο κ. Μαρτζέλος πιστεύει ότι στο κείμενο αυτό της "Απολογίας" του Ευνομίου η διακρινομένη από την θείαν ουσίαν ενέργεια είναι άκτιστος. Αλλά κατά τους Πατέρες "η άκτιστος ενέργεια του Θεού είναι αΐδιος παρά το γεγονός ότι δεν είναι αγέννητος και άναρχος και πάντοτε ατελεύτητος, (καί ο Λόγος είναι αΐδιος παρά το γεγονός ότι δεν είναι αγέννητος και άναρχος, αφού είναι γεννητός και συνάναρχος τω Πατρί). "...Η πρόγνωσις δε του Θεού, αρχήν ουκ έχουσα, μετά το γενέσθαι περί ών προέγνω τέλος έχει. Ώστε ου το τέλος έχον ανάγκη και αρχήν έχειν"."12 Ταύτα κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Αλλά στο εν λόγω χωρίον του Ευνομίου η ενέργεια του ιδικού του Θεού δεν είναι αΐδιος, αλλά έχει αρχήν.
ε)Ο κ. Μαρτζέλος κάμνει την σχετικήν ερμηνείαν του μόλις προμνημονευθέντος στην παράγραφον 17 β) χωρίου του Ευνομίου στην σ. 92 το 1983 ή στην σ. 79-81 το 1984/93, δηλαδή 2 ή 3 σελίδες πριν αναφέρει την ανωτέρω καταγγελίαν (16. α) του Μ. Βασιλείου. Εν τω μεταξύ είχε ανακαλύψει τα ιδικά μου περί Ευνομίου και το γεγονός ότι περιγράφω την διακρινομένην από την θείαν ουσίαν ενέργειαν ως κτιστήν. Είχε ήδη στο βιβλίον του χωρίον όπου φαντάζεται ότι ο Γρηγόριος Νύσσης του παρέχει βοήθειαν κατά της ιδικής μου ερμηνείας του Ευνομίου. Θα επανέλθωμεν παρακάτω στην παρ. 22.
12. Εις την Εισαγωγήν και εις τα Κεφάλαια Α' και Β' του έργου μου "Το Προπατορικόν Αμάρτημα" (1957/1989) και στην παρούσα Δογματικήν μου κεφ. "Οι Ευνομιανοί" εξηγώ πώς οι ταυτίζοντες την άκτιστον ουσίαν του Θεού με την άκτιστον ενέργειαν Αυτού είναι υποχρεωμένοι να δεχθούν ή είδος πανθεϊσμού ή να εκλάβουν την εν τω κόσμω και τοις ανθρώποις ενέργειαν και χάριν του Θεού ως κτιστήν. Την τελευταίαν αυτήν επιλογήν ακριβώς κάμνουν οι Ευνόμιος, Αυγουστίνος και Θωμάς Ακινάτης. Αυτό ακριβώς έκαμαν σχεδόν όλοι οι Φραγκολατίνοι, Παπικοί και Προτεστάνται, με την διαφοράν ότι μεταξύ των τελευταίων πολλοί απέρριψαν την κτιστήν θείαν χάριν και έμειναν με την άκτιστον βούλησιν του Θεού και τον απόλυτον προορισμόν. Ο Μέγας Βασίλειος και ο αδελφός του ο Γρηγόριος Νύσσης πολεμούν τον Ευνόμιον ακριβώς μέσα εις τα πλαίσια αυτά. Επίσης μέσα στα ίδια πλαίσια ο Ορθοδοξος Ησυχασμός ή Παλαμισμός πολέμησε τον Φραγκολατινικόν Σχολαστικισμόν.
13. Αφού ο Ευνόμιος εταύτισε την άκτιστον θείαν βούλησιν με την άκτιστον θείαν ουσίαν ήτο υποχρεωμένος ως Χριστιανός (;) Επίσκοπος, που πιστεύει εις το δόγμα της εκ του μηδενός δημιουργίας, να διακρίνη την εν τω Θεώ άκτιστον θείαν ουσίαν από την κτιστήν ενέργειαν του Θεού δια της οποίας κτίζει τον κτιστόν Λόγον κτλ. όπως ακριβώς περιγράφουν ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσσης και όπως φαίνεται σαφώς από τα αυτούσια κείμενα του Ευνομίου που παραθέτουν.
14. Μετά τον θάνατον του Μ. Βασιλείου ο αδελφός του ο Γρηγόριος ο Νύσσης συνέχισε τον αγώνα κατά των θρησκευτικών στοχασμών του Ευνομίου ο οποίος είχε γράψει την "Απολογία υπέρ Απολογίας" του και την κυκλοφορούσε μόνον μεταξύ των οπαδών του και μετά τον θάνατον του Βασιλείου δημοσίως. Ο Γρηγόριος Νύσσης ανασκεύασε το έργον τούτο του Ευνομίου εις τρία σταδια. Ο Ευνόμιος απήντησε με το έργον του "Έκθεσις Πίστεως" εις την οποίαν απήντησε ο Γρηγόριος Νύσσης με το έργον του "Αντιρρητικόν εις την Ευνομίου Έκθεσιν". Εις αυτά έχομε πληρεστέραν εικόνα της διδασκαλίας του Ευνομίου. Αλλά από τα έργα αυτά ο κ. Μαρτζέλος γνωρίζει μόνον δύο περί Θεού κείμενα του Ευνομίου Migne, P.G., 45, 325C, που ήδη εμνημονεύσαμεν, και το Migne, 45, 297BC. Αλλά αυτή η πληρεστέρα εικών ανατρέπει πλήρως την περιγραφήν της διδασκαλίας του Ευνομίου περί θείας ουσίας και "ενεργειών" που κάμνει ο κ. Μαρτζέλος. Εκ των κειμένων του Ευνομίου επικρατεί η παραδοσιακή ερμηνεία των Πατέρων Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Νύσσης, Γρηγορίου του Θεολόγου και Γρηγορίου του Παλαμά και όχι του κ. Μαρτζελου.

Ε'. Σύνοψις της διδασκαλίας του Ευνομίου
15. Παραθέτω την σύνοψιν της διδασκαλίας του που κάμνει ο ίδιος ο Ευνόμιος από την παρούσαν Δογματικήν μου κεφ. "Οι Ευνομιανοί".
16. Κείμενον συνοψίζον την διδασκαλίαν του Ευνομίου από την "Απολογίαν υπέρ Απολογίας" του από τον "Αντιρρητικόν" του Γρηγορίου Νύσσης.
Κεφ. ιγ' Μνήμη των δογματικώς αυτώ ειρημένων και κατά διαίρεσιν προς τα ειρημένα μάχη.
151-154 "Πάς ο των καθ' ημάς δογμάτων συμπληρούται λόγος εκ τε της Α ανωτάτω και κυριωτάτης ουσίας και εκ της δι' εκείνην μεν ούσης μετ' εκείνην δε πάντων των άλλων πρωτευούσης και τρίτης γε της μηδεμιά μεν τούτων συνταττομένης, αλλά τη μεν δια την αιτίαν, τη δε δια ενέργειαν καθ' ήν γέγονεν υποταττομένης, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή προς την του παντός λόγου συμπλήρωσιν και των ταις ουσίαις παρεπομένων ενεργειών και των ταύταις προσφυών ονομάτων. Πάλιν δ' αύ εκάστης τούτων ουσίας ειλικρινώς απλής και πάντη μιας ούσης τε και νοουμένης κατά την ιδίαν αξίαν, συμπεριγραφομένων δε τοις έργοις των ενεργειών, και των έργων ταις των εργασμένων ενεργείαις παραμετρουμένων, ανάγκη Β δήπου πάσα και τας εκάστη των ουσιών επομένας ενεργείας ελλάττους τε και μείζους είναι, και τας μεν πρώτην τας δε δευτέραν επέχειν τάξιν, συνόλως τε ειπείν προς τοσαύτην εξικνείσθαι διαφοράν, προς οπόσην αν εξικνήται τα έργα, επεί μηδέ θεμιτόν την αυτήν ενέργειαν ειπείν καθ' ήν τους αγγέλους εποίησεν ή τον άνθρωπον, αλλ' όσω τα έργα των έργων πρεσβύτερα και τιμιώτερα, τοσούτω και την ενέργειαν της ενεργείας αναβεβηκέναι φαίη αν τις ευσεβώς διανοούμενος, άτε δη των αυτών ενεργειών την ταυτότητα των έργων αποτελουσών, και των παρηλλαγμένων έργων παρηλλαγμένας τας ενεργείας εμφαινόντων. Ούτω δε τούτων εχόντων και τη προς άλλα σχέσει τον ειρμόν C απαράβατον διατηρούντων, προσήκει δήπου τους κατά την συμφυή τοις πράγμασι τάξιν την εξέτασιν ποιουμένους και μη φέρειν ομού πάντα και συγχείν βιαζομένους, ει μεν περί ταις ουσίαις κινοί το τις αμφισβήτησις, εκ των πρώτων και προσεχών ταις ουσίαις ενεργειών ποιείσθαι των δεικνυμένων την πίστιν και των αμφισβητουμένων την διάλυσιν, την δε επί ταις ενεργείαις αμφιβολίαν δαλύειν εκ των ουσιών, αρμοδιωτέραν γε μην και τοις πάσιν ανυσιμωτέραν ηγείσθαι την από των πρώτων επί τα δεύτερα κάθοδον." (Migne, P.G., 45, 297 A,B,C.)13
17.Ο κ. Μαρτζέλος παραπέμπει δύο φοράς στο ως άνω κομμάτι Migne, P.G., 45, 297Β (σ. 93 και 142 το 1983 ή σ. 83 και 127 το 1984/93), μία φορά στο 297C (σ. 142 το 1983 ή σ. 127 το 1984/93). Αλλά δεν παραπέμπει ούτε μίαν φοράν στο 297Α ούτε το 1983 και ούτε το 1984/93 παρ' ότι είναι το κλειδί της τριθεΐας του Ευνομίου. Αλλά παρ' ότι ο κ. Μαρτζελος παραπέμπει στο 297Β και στο 297C ούτε καν τα διάβασε με προσοχήν, και ίσως καθόλου μάλιστα. Μάλλον τα εδανείσθηκε από παραπομπάς κάποιου βιβλίου. Πάντως το ελλείπον 297Α είναι το κατ' εξοχήν κλειδί που το 297Β και το 297C ολοκληρώνουν ως σύνοψιν της διδασκαλίας του κατά την μαρτυρίαν αυτού τούτου του Ευνομίου. Εδώ φαίνεται σαφώς πλέον η τριθεΐα του Ευνομίου την οποίαν ο κ. Μαρτζέλος βαπτίζει Τριαδολογίαν. Τούτο σημαίνει απλούστατα ότι δεν επρόσεξε την είδησιν του Ευνομίου στο 297Α ότι προσφέρει στον αναγνώστην αυτήν την περίληψιν της διδασκαλίας του: "Πάς ο των καθ' ημάς δογμάτων συμπληρούται λόγος εκ τε της ανωτάτω και κυριωτάτης ουσίας και εκ της δι' εκείνην μεν ούσης μετ' εκείνην δε πάντων των άλλων πρωτευούσης και τρίτης γε της μηδεμιά μεν τούτων συνταττομένης, αλλά τη μεν δια την αιτίαν, τη δε δια ενέργειαν καθ' ήν γέγονεν υποταττομένης, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή προς την του παντός λόγου συμπλήρωσιν και των ταις ουσίαις παρεπομένων ενεργειών και των ταύταις προσφυών ονομάτων. Πάλιν δ' αύ εκάστης τούτων ουσίας ειλικρινώς απλής και πάντη μιας ούσης τε και νοουμένης κατά την ιδίαν αξίαν, συμπεριγραφομένων δε τοις έργοις των ενεργειών, και των έργων ταις των εργασμένων ενεργείαις παραμετρουμένων,"
18. Αυτό το κομμάτι κλειδί της αιρετικής διδασκαλίας του Ευνομίου "εγλύστρησε" από τα χέρια του κ. Μαρτζέλου. Δια τούτο φαίνεται ότι δεν επρόσεξε ότι στο σύστημα του Ευνομίου η κάθε μία των τριών ουσιών έχει την "παρεπομένην" ενέργειάν της και "τό προσφυές όνομά της". Ο Ευνόμιος δεν ξεχωρίζει εδώ την παρεπομένην ενέργειαν και το προσφυές όνομα "τής ανωτάτω και κυριωτάτης ουσίας" από τας παρεπομένας ενεργείας και τα προσφυή ονόματα των ετέρων δύο ουσιών ώστε η μία να είναι άκτιστος και αι άλλαι κτισταί. Τουνταντίον τας εντάσσει όλας εις την ιδίαν ομάδα "τών ταις ουσίαις παρεπομένων ενεργειών και των ταύταις προσφυών ονομάτων". Δηλαδή και η πρώτη των τριών ουσιών έχει κατά τον Ευνόμιον την "παρεπομένην ενέργειάν" της και "τό προσφυές όνομά" της όπως και αι άλλαι δύο ουσίαι, με την διαφοράν ότι η τρίτη ουσία έχει τόσας παρεπομένας ενεργείας και τόσα προσφυή ονόματα όσα είναι τα κτίσματα. Έτσι η ενέργεια και της πρώτης ουσίας είναι κτιστή, όπως κτιστόν είναι και το όνομά της. Το μόνον άκτιστον δια τον Ευνόμιον είναι η πρώτη ουσία και η ταυτιζομένη μετ' αυτής βούλησίς της. Επειδή, όμως, στους Πατέρες η θεία βούλησις είναι θεία ενέργεια, που δεν ταυτίζεται με την θείαν ουσίαν, ο Ευνόμιος επομένως, εξ επόψεως Ορθοδόξου, σαφώς ταυτίζει την θείαν ουσίαν με τας κατ' Ορθοδόξους ακτίστους θείας ενεργείας, όπως ακριβώς τον καταγγέλλει ο Μέγας Βασίλειος. Έτσι είχαμεν θεμελειώσει την περιγραφήν της διδασκαλίας του Ευνομίου επάνω στα κείμενα του ως ερμηνεύονται από τους πατέρας που τον πολέμησαν και όχι βάσει των στοχασμών τύπου Kelly και Μαρτζέλου. Αφού ο Ευνόμιος διεκδικούσε την θέσιν Ορδοδόξου επισκόπου κρίνεται με Ορδόδοξα κριτήρια, και όχι με τα ιδικά του.
19.Ο Γρηγόριος Νύσσης αναλύει και ανατρέπει την σύνοψιν αυτήν της "Απολογίας Υπέρ Απολογίας" του Ευνομίου βήμα προς βήμα μέχρι το κεφ. 31 και εν συνεχεία εκθέτει συστηματικά και ανατρέπει άλλας θέσεις του Ευνομίου εις αυτόν τον Λόγον Α' του Α' Αντιρρητικού του που εκυκλοφόρησε το 379. Μετά δημοσίευσε τον Λόγον Β' του ιδίου έργου το 380 και μετά τον Λόγον Γ' εις απάντησιν νέας επιθέσεως του Ευνομίου κατά του Μ. Βασιλείου. Εις την δημοσίευσιν της Εκθέσεως πίστεως του Ευνομίου απήντησε ο Γρηγόριος Νύσσης με τον Λόγον "Αντιρρητικόν προς την Ευνομίου Έκθεσιν".
20. Εις αυτά τα κείμενα ο Ευνόμιος διδάσκει ότι: 1) Όλαι αι ενέργειαι της ιδικής του τριάδος θεϊκών ουσιών είναι κτισταί και παρεπόμεναι ταις τρισίν ουσίαις μετά των αυταίς προσφυών ονομάτων. 2) Ακόμη και η παρεπομένη ενέργεια της "ανωτάτω και της κυριωτάτης ουσίας", μαζί με το προσφυές όνομά της, που κτίζει και ονομάζει την δευτέραν ουσίαν είναι κτιστή. 3) Η παρεπομένη ενέργεια της δευτέρας αυτής ουσίας, μαζί με το προσφυές όνομά της, που κτίζει και ονομάζει την τρίτην ουσίαν είναι κτιστή. 4) Αι παρεπόμεναι ενέργειαι της τρίτης αυτής ουσίας, μαζί με τα προσφυή ονόματά της, που κτίζουν και ονομάζουν τα υπόλοιπα κτίσματα πάντα είναι κτισταί. 5) Εκάστη ενέργεια εκ των ενεργειών της τρίτης αυτής ουσίας, μαζί με το προσφυές όνομά της, που κτίζει και ονομάζει και συντηρεί συγκεκριμμένο γένος ή είδος, είναι κτιστή. 6) Η τρίτη αυτή ουσία έχει όσας ειδικάς κτιστάς ενεργείας και ονόματα δια κάθε κτιστόν γένος και είδος που υπάρχουν. 7) Αντιστρόφως κάθε γένος και κάθε είδος μαρτυρεί την ύπαρξιν μέσα του της μιας εκ των αναρριθμήτων παρεπομένων ενεργειών και ονομάτων της τρίτης αυτής ουσίας. 8) Έτσι εξηγείται η ύπαρξις τόσων ανωτέρων και κατωτέρων ειδών και γενών με τα ονόματά τους.
21. Η θέσις του κ. Μαρτζέλου ότι ο Ευνόμιος συμφωνεί με τον Άρειον, ότι ο Θεός κτίζει κατά την άκτιστον βούλησιν και ενέργειάν Του τον κτιστόν υποστατικόν του Λόγον δεν είναι ορθή. Έτσι η ενέργεια και το προσφυές όνομα της δευτέρας ουσίας είναι κτιστή και αι ενέργειαι της τρίτης ουσίας κατά τον Ευνόμιον είναι παρεπόμεναι και κτισταί. Αλλά και η ενέργεια και το προσφυές όνομα "τής ανωτάτης και κυριωτάτης ουσίας" είναι παρεπομένη και κτιστή, όπως είδαμε εις το 297Α κομμάτι της ανωτέρω περιλήψεως που κάμνει ο ίδιος ο Ευνόμιος.
22. α) Αφού τελικά ο κ. Μαρτζέλος ανεκάλυψε τα ιδικά μου γραφόμενα περί Ευνομίου είδε ότι περιγράφω την κατ' αυτόν διακρινομένην από την θείαν ουσίαν ενέργειαν ως κτιστήν. Θα έπρεπε να ψάξη δια χωρίον του Ευνομίου δια να αποδείξη ότι κάμνω λάθος. Αφού όμως δεν έψαξε δια επιπρόσθετα χωρία του Ευνομίου εις τα έργα του Γρηγορίου Νύσσης, παρέμεινε ευχαριστημένος με τα τρία χωρία περί Θεού και ενεργειών που ήδη είχε από τον Γρηγόριον Νύσσης. Δεν υποψιάσθηκε καν ότι θα έπρεπε να διαβάση το ανωτέρω κείμενον Migne, P.G., 45, 294BC εις το οποίο παραπέμπει. Αν είχε μελετήση το 294Β και το 294C θα είχε ανακαλύψει και το 294Α. Αλλά όμως είχε το δεύτερον χωρίον του Γρηγορίου Νύσσης περί της παρεπομένης κατά Ευνόμιον ενεργείας Migne, P.G., 45, 325C στην έκδοσιν του 1983 σ. 90. Έτσι φαντάσθηκε ότι ήδη είχε την βοήθειαν που χρειάζεται κατά της ιδικής μου ερμηνείας του Ευνομίου από το χωρίον αυτό του Γρηγορίου Νύσσης. Έτσι εις την έκδοσίν του του 1984/93 προσθέτει στη σ. 81-82 κάποιαν ιδικήν του προσπάθειαν να ερμηνεύση διατί υποστηρίζω ότι δια τον Ευνόμιον η ενέργεια δια της οποίας ο "Πατήρ" κτίζει τον "Λόγον" είναι κτιστή. Πλέκει υποθετικούς λόγους διατί συμπεραίνω τοιαύτα στα δημοσιεύματά μου το 1973 και το 1981, δηλαδή ότι η ενέργεια δια της οποίας ο Θεός του Ευνομίου κτίζει τον Λόγον είναι κτιστή. Δια να προδιαθέση τον αναγνώστην να συμφωνήση μαζί του κατά της ιδικής μου ερμηνείας ασχολείται πρώτον με το εν λόγω χωρίον του Γρηγορίου Νύσσης που μεταφέρει από την σ. 90 τρεις παραγράφους πίσω εις την σελίδα που θα ήταν 92 αλλά που τώρα το 1984/93 είναι σ. 81 και υποσημ. 5.
β) Εις την έκδοσιν του 1983 ο κ. Μαρτζέλος είχε γράψει ότι, "ως παρατηρεί ο Γρηγόριος Νύσσης, η ενέργεια του Θεού είναι κατά τον Ευνόμιον "δύναμίς τις ουσιώδης καθ' εαυτήν υφεστώσα και το δοκούν εργαζομένη δι' αυτεξουσίου κινήματος" ". Αλλά το 1984/93 ο κ. Μαρτζέλος αυξάνει το μέγεθος του εν λόγω χωρίου δια να το ενδυναμώση περισσότερον εναντίον της ιδικής μου ερμηνείας του Ευνομίου. Αλλά ο κ. Μαρτζέλος δεν κατάλαβε ότι στο χωρίον αυτό ο Γρηγόριος Νύσσης αστειευόμενος εις βάρος του Ευνομίου ερωτά, "Τις τοίνυν η ενέργεια η τω Θεώ μεν των όλων παρεπομένη, προ δε του Μονογενούς νοουμένη και περιγράφουσα την ουσίαν; Δύναμίς τις ουσιώδης καθ' εαυτήν υφεστώσα και το δοκούν εργαζομένη δι' αυτεξουσίου κινήματος".14 Αλλά παρεπομένη τω Θεώ ενέργεια σημαίνει, όπως είδαμεν, ενέργεια που ακολουθεί τον Θεόν ωσάν υπασπιστής που εκτελεί την βούλησιν του αποστολέα του κατά το δοκούν αυτεξουσίως και όχι φυσική ενέργεια του Θεού που νομίζει ο κ. Μαρτζέλος. Μάλιστα επιμένει ότι στο χωρίο αυτό ο Γρηγόριος συμφωνεί με την ιδικήν του θέσιν ότι η "παρεπομένη" ενέργεια αυτή είναι η κατά τον Άρειον άκτιστος και "ουσιώδης" ενέργεια δια της οποίας ο Πατήρ κτίζει τον κτιστόν του Λόγον. Ο Καππαδόκης συμπατριώτης μου μιλά εδώ Ρωμαίϊκα και κάμνει εδώ "ψιλό γαζί"! Δηλαδή η παρεπομένη εν λόγω ενέργεια είναι δήθεν "καθ' εαυτήν υφεστώσα και το δοκούν εργαζομένη δι' αυτεξουσίου κινήματος", δηλαδή σαν ρομπότ "καθ' εαυτήν υφεστώσα" που αποστέλει η "ανωτάτω και κυριωτάτη ουσία" δια να επιτελέση έργον της βουλήσεώς της. Αντιθέτως προς την εκ μέρους του κ. Μαρτζέλου λανθασμένην κατανόησιν του αστείου του Γρηγορίου Νύσσης εις βάρος του Ευνομίου, οι Αρειανοί υπεστήριζον ότι ο Θεός κτίζει τον Λόγον, όχι κατά φύσιν, αλλά κατά βούλησιν. Ουδέποτε θα εδέχετο ο Άρειος τον όρον "δύναμις ουσιώδης" του Θεού αφού "δύναμις ουσιώδης" σημαίνει δ'αυτόν κατ' ανάγκην δύναμις ή ενέργεια και όχι κατά βούλησιν δύναμις ή ενέργεια.
23. Επανερχόμεθα εις το κείμενον του Ευνομίου με το οποίον ο κ. Μαρτζέλος προσεπάθησε να αποδείξη τας θέσεις του. Ιδού πάλιν το κείμενον: "Ούτοι μερισμόν ή κίνησίν τινα την ουσίαν ηγουμένους, άπερ επινοείν αναγκαίον τους υπαγομένους τοις Έλλησι σοφίσμασιν, ενούντων τη ουσία την ενέργειαν, και δια τούθ' άμα μεν τω Θεώ τον κόσμον αποφαινομένων, ουδέν δε μάλλον εκ τούτου την ατοπίαν διαφευγόντων...Ημείς δε κατά τα μικρώ πρόσθεν ρηθέντα την ενέργειαν εκ των έργων κρίνοντες, ουκ ασφαλές οιόμεθα δείν ενούν τη ουσία, την μεν άναρχον απλήν τε και ατελεύτητον ειδότες, την δε ενέργειαν ουκ άναρχον. Ή γαρ αν ήν και το έργον άναρχον, ούτ' ατελεύτητον, επεί μηδέ οίόν τε παυσαμένων των έργων άπαυστον είναι την ενέργειαν. Λίαν γαρ μειριακώδες, και φρενών νηπίας, αγέννητον και ατελεύτητον λέγειν την ενέργειαν ταυτόν τη ουσία τιθεμένους μηδενός των έργων αγεννήτως γίνεσθαι δυναμένου, μητ' ατελευτήτως. Εκ γαρ τούτων συμβαίνει δυοίν θάτερον, ή την ενέργειαν άπρακτον είναι του Θεού, ή το έργον αγέννητον. Ει δ' εκάτερον τούτων ομολογουμένως άτοπον, αληθές το λειπόμενον, αρχομένων τε των έργων, μη άναρχον είναι την ενέργειαν, παυομένων τε, μη άπαυστον. Ου χρή τοίνυν πειθομένοις γνώμαις ετέρων ανεξετάστοις ενούν τη ουσία την ενέργειαν, αληθεστάτην δε και Θεώ πρεπωδεστάτην ενέργειαν ηγείσθαι την βούλησιν, αρκούσαν προς τε το είναι και σώζεσθαι τα πάντα, μαρτυρούσης και προφητικής φωνής. Πάντα γαρ όσα ηθέλησε, εποίησεν. Ου γαρ επιδέεταί τινος προς την ών βούλεται σύστασιν, αλλ' άμα τε βούλεται, και γέγονε, όπερ ηθέλησεν".15
24. Εις το κείμενον αυτό η βούλησις του Θεού προπορεύεται της ενεργείας και η ενέργεια έπεται, δηλαδή ακολουθεί την βούλησιν. Δια τούτο ο Ευνόμιος περιγράφει την ενέργειαν της "ανωτάτω και κυριωτάτης ουσίας", που κτίζει την "δευτέραν ουσίαν", ως "παρεπομένην". Αλλά ο Ευνόμιος κάμνει τούτο σαφώς δια πρώτην φοράν εις το έργον του "Απολογία υπέρ Απολογίας" που είναι ενσωματωμένον εις το έργον του Γρηγορίου Νύσσης "Αντιρρητικός προς Ευνόμιον". Αλλά ο κ. Μαρτζέλος δεν υποβλήθηκε εις τον κόπον να προσοικειωθή με τα χωρία του Ευνομίου περί των τριών θείων ουσιών και των παρεπομένων ενεργειών τους εις αυτό το έργον του Γρηγορίου Νύσσης. Δια τούτο δεν κατάλαβε το ανωτέρω χωρίον του Ευνομίου από το έργον του "Απολογία". Αφού εδιάβασε την "Απολογία" του Ευνομίου έπρεπε ο κ. Μαρτζέλος να ρίξη μια ματιά και στο έργον του "Απολογία υπέρ Απολογίας", όχι μόνον δια τα θέματα περί θείων ονομάτων, αλλά κυρίως δια τα θέματα περί των τριών θείων ουσιών και των παρεπομένων ενεργειών και προσφυών ονομάτων των.
25. α. Ο κ. Μαρτζέλος γνωρίζει τον Ευνόμιον σχεδόν αποκλειστικώς ως εμφανίζεται εις το έργον του "Απολογία" και εις τον Μ. Βασίλειον. Αλλά ο κ. Μαρτζέλος δεν υποψιάσθηκε το μέγεθος των επιπροσθέτων πληροφοριών περί της διδασκαλίας του που παρέχει ο Ευνόμιος εις το έργον του "Απολογία υπέρ Απολογίας", που δεν είχε υπ' όψιν του ο Μ. Βασίλειος. Αλλά από το απολεσθέν τούτο έργον του Ευνομίου σώζονται τα ουσιαστικά και τα κύρια κείμενά του εις το έργον "Αντιρρητικός προς Ευνόμιον" του Γρηγορίου Νύσσης. Το παράδοξον είναι ότι ό,τι ισχύει δια την άγνοιαν του κ. Μαρτζέλου δια τα κατά τον Ευνόμιον θέματα περί των "τριών" θείων "ουσιών" και "τών παρεπομένων ενεργειών τους", ισχύει και δια τα "παρεπόμενα" μετά των εν λόγω ενεργειών "προσφυή ονόματα". Τούτο φαίνεται σαφώς εις το Κεφάλαιόν του Δ' "Η ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ ΟΥΣΙΑΣ-ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ", Α. "ΠΡΟΕΛΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ", 1. "Η περί επινοίας και καταγωγής των ονομάτων αντίληψις του Ευνομίου". (1983, σ. 165-174: 1984/1993, σ. 148-158). Εδώ ο κ. Μαρτζέλος παραπέμπει εις 25 κείμενα του Ευνομίου εις το εν λόγω έργον του Γρηγορίου Νύσσης που ασχολούνται με το θέμα περί θείων ονομάτων. Παρά ταύτα δεν χρησιμοποιεί το κείμενον του Ευνομίου όπου συνοψίζει όλην την διδασκαλίαν του που παραθέσαμεν ανωτέρω εις την παράγραφον 22. Δια τούτο αγνοεί αυτό τούτο το γεγονός ότι δια τον Ευνόμιον το σχετικόν "προσφυές όνομα" της εκάστης των πρώτων δύο παρεπομένων ενεργειών είναι και αυτό "παρεπόμενον" μαζί με την ενέργειάν του. Επίσης αγνοεί ότι και τα αναρίθμητα "προσφυή ονόματα" που συνοδεύουν τας αναριθμήτους παρεπομένας ενεργείας της τρίτης θείας ουσίας είναι μαζί τους και αυτά "παρεπόμενα". Ούτε μίαν φοράν δίδει την ελαχίστην εντύπωσιν ο κ. Μαρτζέλος ότι εδιάβασε έστω μίαν φοράν επιτροχάδην τα σωζόμενα κείμενα του Ευνομίου όπου περιγράφονται τα τοιαύτα.16
β. Εις την σ. 172 υποσημ. 1 του 1983 ή στην σ. 156 υποσημ. 2 του 1984/93 παραπέμπει και εις τα ιδικά μου γραφόμενα δια την διδασκαλίαν του Ευνομίου περί ονομάτων.17 Αλλά δεν αναφέρει το πώς περιγράφω την προ του κτιστού κόσμου ύπαρξιν των ονομάτων μέσα στον Θεόν. Μέσα εις Ορθόδοξα πλαίσια θα εθεωρούντο "άκτιστα". Εδώ δεν παραθέτω κείμενα, αλλά παραπέμπω εις τον "Αντιρρητικόν προς Ευνόμιον" Β, Migne, P.G., 45 909-1122, ειδικά 973 και εξής. Ο σκοπός μου εις την παράγραφον αυτήν δεν ήτο να ασχοληθώ ειδικά με τον Ευνόμιον, αλλά δια να τον χρησιμοποιήσω ως εισαγωγήν εις την διδασκαλίαν των Πατέρων περί γλωσσών και θεοπνευστίας όπως την αναπτύσσει ο Γρηγόριος Νύσσης. Αλλά δεν είχα παραπέμψει εδώ εις τον "Αντιρρητικόν προς Ευνόμιον" Α, Migne, P.G., 45, 297 όπου, όπως είδαμεν, ο Ευνόμιος συνδέει και σχεδόν ταυτίζει την γέννησιν των θεϊκών ονομάτων με την γέννησιν των παρεπομένων ενεργειών των τριών αρχικών ουσιών. Αν είχα παραπέμψη εις αυτό το εν λόγω κείμενον πιθανόν να είχε εντοπίση την σχέσιν του χωρίου τούτου με τα κατά τον Ευνόμιον ονόματα του Θεού και των κτισμάτων του. Παραδόξως όμως ο κ. Μαρτζέλος παραπέμπει εις το εν λόγω χωρίον αυτό Migne, 45, 297Β, μία φορά εις το κεφ. Β' Α. 1. "Η ευνομιανή αντίληψις περί διακρίσεως ουσίας και ενεργειών του Θεού" και στο 297C δύο φοράς εις κεφ. Γ' 2. α. "Η δια των ενεργειών θεολογική μέθοδος του Ευνομίου". Αλλά, όπως μόλις είδαμεν, δεν παραπέμπει εις το Migne, 45, 297 ούτε μίαν φοράν εις το κεφ. Δ' "Η ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ ΟΥΣΙΑΣ-ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ", Α. "ΠΡΟΕΛΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ", 1. "Η περί επινοίας και καταγωγής των ονομάτων αντίληψις του Ευνομίου". Αφού δεν εχρησιμοποίησε το κείμενον αυτό ως αυτό τούτο το θεμέλιον του κεφαλαίου τούτου και ολοκλήρου της διατριβής του, και αφού ούτε καν παραπέμπει εις αυτό τουλάχιστον εις το κεφ. Δ', τίθεται αυτομάτως το ερώτημα, εμελέτησε ο κ. Μαρτζέλος τα εν λόγω σωζόμενα κείμενα του έργου του Ευνομίου "Απολογία υπέρ Απολογίας" κατ' ευθείαν από τα έργα του Γρηγορίου Νύσσης, ή τα εσήκωσε από τους V. Lossky, J. Danielou, I. Theil, A. Schindler εις τους οποίους παραπέμπει;
26. Ακριβώς με χωρία του Ευνομίου προσεπάθησαν και ο Γρηγοράς και ο Ακίνδυνος να αποδείξουν ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι οπαδός της αιρέσεως του Ευνομίου, δηλαδή ότι συμφωνεί με τον Ευνόμιον ότι διακρίνονται μεταξύ των η άκτιστος θεία ουσία και αι άκτιστοι θείαι ενέργειαι. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς όμως απέδειξε ότι στα κείμενα του Ευνομίου η εν λόγω διακρινομένη από την θείαν ουσίαν ενέργεια είναι κτιστή18 και όχι άκτιστος, όπως υποστηρίζουν οι Γρηγοράς, Ακίνδυνος και κ. Μαρτζέλος.

ΙΙ. ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ 19
27. Ολόκληρον το διδακτικόν προσωπικόν του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. κατήργησε το δόγμα περί των κοινών και των ακοινωνήτων της Αγίας Τριάδος. Δηλαδή ανέτρεψαν, ασφαλώς εν αγνεία τους, την δια του Αγίου Πνεύματος και εν τω ενσαρκωθέντι Κυρίω της Δόξης υπό των θεουμένων Θεοπτίαν ότι "...άπαν, ό θεωρείται και λέγεται εν τη παναγία και ομοφυεί και ομοουσίω Τριάδι, ή κοινόν εστι πάντων, ή ενός και μόνου των τριών". Το εξ εμπειρίας της θεώσεως των προφητών, αποστόλων και Πατέρων δόγμα τούτο είναι το "ό ουκ άνευ" θεμέλιον όλων των Οικουμενικών Συνόδων. Μάλιστα την τελικήν μορφήν της ορολογίας περί αυτών των κοινών και των ακοινωνήτων της Αγίας Τριάδος ετελειοποίησαν κυρίως οι Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Γρηγόριος Νύσσης βάσει της διακρίσεως μεταξύ της μιας ουσίας και των τριών υποστάσεων της Αγίας Τριάδος που απετέλεσε το θεμέλιον του Συμβόλου της πίστεως της Β' Οικουμενικής Συνόδου και των αποφάσεων των επομένων Οικουμενικών Συνόδων και κυρίως της Η'.20
28. Αφορμή της Εισηγήσεως ταύτης είναι το ότι το όνομά μου και "αλλοιωμένον" κείμενον της Δογματικής μου απετέλεσαν θέμα συζητήσεως και κριτικής αρνητικής εις Γ.Σ. του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
29. Οι καθηγηταί κ. Ν. Ματσούκας, Γ. Μαρτζέλος και Δ. Τσελεγγίδης κατέθεσαν Εισηγητικήν Έκθεσιν εις τα πρακτικά της Γ.Σ. της 14ης Μαΐου 1992 του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. όπου μεταξύ άλλων μνημονεύουν το όνομά μου στην σ. 8 και παραθέτουν "εντός εισαγωγικών" γραφόμενά μου παραπέμποντες στην σ. 286 της Δογματικής μου (Έκδοσις 1983). Παραθέτουν απ' εκεί δύο προτάσεις μου στην σ. 9 της εν λόγω Εισηγητικής Εκθέσεώς τους, αλλά απιστεύτως αλλοιωμένας. Θεωρώ απαράδεκτον και αδιανόητον την αυθαιρεσίαν με την οποίαν χρησιμοποιούνται αι εν λόγω δύο προτάσεις μου από τας οποίας λείπει το πρώτο μέρος της πρώτης προτάσεως και το τελευταίο μέρος της δευτέρας προτάσεως.
30) Αλλά οι ίδιοι καθηγηταί κ. Ν. Ματσούκας, Γ. Μαρτζέλος και Δ. Τσελεγγίδης κατέθεσαν εκ νέου Εισηγητικήν Έκθεσιν εις τα πρακτικά της Γ.Σ. 188 της 10ης Νοεμβρίου 1994 του εν λόγω Τμήματος Θεολογίας εις την οποίαν μεταξύ άλλων πάλιν μνημονεύουν το όνομά μου εις τας σ. 2-3 κατά την κρίσιν της υποψηφιότητος του ιδίου προσώπου που είχε κριθή ανωτέρω. Εις την Γ.Σ. αυτήν το κρινόμενον πρόσωπον αναφέρει το πλήρες κείμενόν μου εις τας κρινομένας εργασίας του που είχε παραχαραχθεί εις την ανωτέρω Γ.Σ. της 14ης Μαΐου 1992. Παραταύτα οι τρεις εισηγηταί και ολόκληρον το εκλεκτορικόν σώμα ενέμειναν εις τας ιδίας απόψεις των έναντι του εν λόγω κειμένου μου.
31. Πάντως εις τα πρακτικά της 14ης Μαΐου 1992 η εν λόγω Εισήγησις των ειρημένων τριών καθηγητών αναμειγνύει, εντός εισαγωγικών μάλιστα, λόγια που δεν είναι ιδικά μου, με αλλοιωμένας δύο προτάσεις μου. Παραδόξως εξαφανίζονται το πρώτο μέρος της πρώτης προτάσεως μου και το δεύτερον μέρος της δευτέρας προτάσεώς μου. Ιδού αι εν λόγω δύο πλήρεις προτάσεις μου δια να φανή σαφώς η εν προκειμένω αλλοίωσις. Τα υπογραμμισμένα δύο τεμάχια των δύο προτάσεων εις την μέσην εντός εισαγωγικών <<...>> είναι τα δύο τεμάχια που χρησιμοποιούν οι εισηγηταί. Ιδού το θέαμα της διπλής αλλοιώσεως των εξής δύο προτάσεών μου.
32. Γράφω, "Η διαφοροποίησις των τριών προσώπων συνίσταται εις τον τρόπον υπάρξεως αυτών, ουδόλως εις την ουσίαν και εις τας ενεργείας αυτών, αι οποίαι άνευ ουδεμιάς ελαττώσεως ή αλλοιώσεως ή παραλλαγής <<υπάρχουν αιωνίως και αϊδίως εκ του Πατρός δια του Υιού εν Πνεύματι Αγίω, αλλ' ουδόλως έχουν ύπαρξιν δια του Υιού εν Πνεύματι. Δηλαδή ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως των υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά ουχί της ουσίας και των ενεργειών>> αυτών τας οποίας κοινωνεί αυταίς άνευ ενδιαμέσου τινός μεταξύ του γεννάν και του γεννάσθαι και του εκπορεύειν και εκπορεύεσθαι".
33. Από τα ανωτέρω κείμενα φαίνεται σαφώς πώς απεκόπησαν αι δύο άκραι των ως άνω δύο προτάσεών μου και πώς εχρησιμοποιήθησαν τα δύο μεσαία απομείναντα τεμάχια προφανώς δια να εξυπηρετήσουν τον σκοπόν που γνωρίζουν οι αλλοιώσαντες. Όμως χωρίς τα δύο ελλείποντα άκρα ή τεμάχιά των αι δύο προτάσεις αποβαίνουν ακατανόητοι.
34. Ενώ εις το πρώτο μέρος της πρώτης προτάσεώς μου είχα αναφερθή εις την διαφοροποίησιν, δηλαδή εις τα ακοινώνητα, των τριών προσώπων, και όχι μόνον εις τας θείας ενεργείας, αλλά και εις την θείαν ουσίαν, η εν λόγω εισήγησις με εμφανίζει γράφοντα ότι "...οι ενέργειες των προσώπων της Αγ. Τριάδος (παραλείπει την θείαν ουσίαν) <<υπάρχουν αιωνίως και αϊδίως εκ του Πατρός δια του Υιού εν Πνεύματι Αγίω, αλλ' ουδόλως έχουν ύπαρξιν δια του Υιού εν Πνεύματι. Δηλαδή ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως των υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά ουχί της ουσίας και των ενεργειών>> ..."
35. Οι εισηγηταί αντικατέστησαν το πρώτο μέρος της πρώτης προτάσεως μου με λόγια που δεν είναι ιδικά μου ως εξής, "...οι ενέργειες των προσώπων της Αγ. Τριάδος" και συνεχίζουν με ιδικά μου λόγια ως άνω μέχρι την φράσιν μου <<αλλά ουχί της ουσίας και των ενεργειών αυτών>>... Οι εισηγηταί διακόπουν εδώ την δευτέραν πρότασίν μου και έτσι διαστρέφουν τελείως το νόημα της ιδικής μου συνεχείας. Αντιθέτως επιβάλλουν τους ιδικούς των ασχέτους με τα γραφόμενά μου βλακώδεις στοχασμούς. Γράφουν οι εισηγηταί τα εξής, "Στο σημείον αυτό, όπως γίνεται σαφές, υπάρχουν δύο σημαντικές και γλωσσικές αντιφάσεις που καταλήγουν σε δογματικά σφάλματα. Ενώ δηλ. η υποψηφία υποστηρίζει σωστά ότι οι ενέργειες των προσώπων της Αγ. Τριάδος "υπάρχουν...διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι", τονίζει εσφαλμένα ότι "δέν έχουν ύπαρξιν δια του Υιού εν Πνεύματι". Με την επεξήγηση που δίνει στη συνέχεια μπλέκει ακόμα περισσότερα τα πράγματα: Ενώ δηλ. γράφει σωστά ότι οι ενέργειες των προσώπων της Αγ. Τριάδος "υπάρχουν ... εκ του Πατρός" (σ. 2) διευκρινίζει εσφαλμένα ότι ο Πατήρ δεν "είναι η αιτία της υπάρξεως...τών ενεργειών του Υιού και του Πνεύματος" (σ.3)" Και συνεχίζουν οι Εισηγηταί, "πώς είναι δυνατόν οι ενέργειες των προσώπων της Αγ. Τριάδος να πηγάζουν "εκ του Πατρός" και ο Πατέρας να μην είναι η αιτία των ενεργειών του Υιού και του Πνεύματος; Πώς είναι δυνατόν, ο Πατέρας να είναι η αιτία της υπάρξεως των υποστάσεων του Υιού και του Αγ. Πνεύματος, αλλά "όχι της ουσίας και των ενεργειών αυτών", όπως εσφαλμένα γράφει η υποψηφία; Είναι ποτέ δυνατόν, οι υποστάσεις του Υιού και του Αγ. Πνεύματος που προέρχονται από τον Πατέρα να είναι χωρίς ουσία και χωρίς ενέργειες; Πέρα όμως από τη λογική απάντηση που μπορούν να έχουν τα ερωτήματα αυτά, υπάρχει και η θεολογική απάντηση, με βάση τη δογματική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και ιδιαίτερα των Καππαδοκών. Σύμφωνα μ' αυτήν ο Πατέρας δεν είναι η αιτία της υπάρξεως μόνον των υποστάσεων του Υιού και του Πνεύματος, αλλά - σε αντίθεση με όσα γράφει η υποψηφία - και της ουσίας και των ενεργειών τους."
36. Αλλά η πρότασις μου που αλλοιώθηκε στην ως άνω παράγραφον 39 με την αποκοπήν του δευτέρου μέρους συνεχίζει ως εξής, "...τάς οποίας κοινωνεί αυταίς άνευ ενδιαμέσου τινός μεταξύ του γεννάν και του γεννάσθαι και του εκπορεύειν και εκπορεύεσθαι". Δηλαδή οι θεολογικώς ελλειπείς αποκόψαντες το τελευταίο αυτό μέρος της προτάσεως ταύτης δεν κατάλαβαν ότι ο Πατήρ δεν είναι η αιτία της υπάρξεως της ουσίας και των ενεργειών Του μέσα στα δύο έτερα θεία πρόσωπα, αλλά "κοινωνεί" την ουσίαν Του και τας φυσικάς ενεργείας της στον Υιόν και στο Άγιον Πνεύμα, όπως γράφει η συνέχεια του κειμένου μου. Δια τούτο οι Πατέρες συγκαταλέγουν την θείαν ουσίαν και τας θείας ενεργείας εις τα κοινά, και όχι εις τα ακοινώνητα, της Αγίας Τριάδος. Δηλαδή ο Πατήρ δεν είναι, όπως υποστηρίζουν οι Εισηγηταί, η αιτία της υπάρξεως της υπαρχούσης Ιδικής Του ουσίας και των Ιδικών Του φυσικών ενεργειών εις τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, αλλά είναι ο κοινωνών μετ' Αυτών συναϊδίως της αυτής ουσίας Του και των ακτίστων ενεργειών Του.
37. Μου κάμνει εντύπωσιν ότι παρ' ότι παρουσιάζω αρκετά κείμενα των Πατέρων εις την παρούσαν Δογματικήν μου επάνω στα ακοινώνητα και τα κοινά της Αγίας Τριάδος, όμως η εν λόγω εισήγησις αλλοίωσε μόνον αυτό το κείμενον. Αφού το Τμήμα Θεολογίας συνεφώνησε με τα γραφόμενα εις την ως άνω παρ. 9 από την εν λόγω εισήγησιν, στην πραγματικότητα αλλοίωσε ολόκληρον την πατερικήν παράδοσιν περί των κοινών και των ακοινωνήτων της Αγίας Τριάδος και έτσι επεκύρωσε το Filioque των Φράγκων και ανακήρυξε έτσι και το αλάθητον των Φραγκο-Λατίνων Παπών και την Ψευδο-Οικουμενικήν Σύνοδόν των της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1442).
38. Δηλαδή, τα γραφόμενα αυτά είναι σαφώς αιρετικά αφού καταργούνται τα κοινά της Αγίας Τριάδος και ταυτίζονται με τα ακοινώνητα. Τα κοινά δεν έχουν αιτίαν ή τρόπον υπάρξεώς τους από τον Πατέρα, αλλά είναι τα κοινά που έχουν ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα συναϊδίως από τον Πατέρα, αλλά και με τον Πατέρα. Πώς δύναται να έχει τρόπον και αιτίαν υπάρξεως το "ομοούσιον" του Υιού και του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα; Πώς δεν σημαίνει το ομοούσιον του Υιού και του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα ότι η εν λόγω θεία ουσία συμπεριλαμβάνει τας ακτίστους φυσικάς ενεργείας της παρ' ότι δεν ταυτίζονται με αυτήν; Τα ανωτέρω γραφόμενα των Εισηγητών θα ίσχυαν μόνον αν ήσαν οι γράψαντες και οι ψηφίσαντες αυτά Ομοιουσιανοί προ της Β' Οικουμενικής Συνόδου. Αν είχαν επιμείνει στα γραφόμενά τους αυτά και μετά την Β' Οικουμενικήν Σύνοδον, τότε κατ' ουσίαν και κατ' ενέργειαν απέρριψαν το ομοούσιον στο Σύμβολον της πίστεως και της Β' Οικουμενικής Συνόδου. Μέσα στα πλαίσια της διακρίσεως μεταξύ 1) της μιας ουσίας και των ενεργειών της, και 2) των τριών υποστάσεων, δηλαδή μεταξύ των 1) κοινών και 2) ακοινωνήτων, τα εν λόγω γραφόμενα είναι αιρετικά.
39. Συνήντησα επανάληψιν της ιδίας επιθέσεως κατά των αλλοιωμένων γραφομένων μου (σ. 286 (Έκδοσις 1983 της Δογματικής μου) στην σ. 65 στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας από τον κ. Μαρτζέλον. Εδώ επικαλείται εις βοήθειαν χωρίων του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και άλλο του Μεγάλου Αθανασίου. Εις την εποχήν του Αθανασίου επικρατούσε ακόμη η ταύτισις των όρων ουσίας και υποστάσεως και δια τούτο πολλοί Ορθόδοξοι Ομοιουσιανοί ούτε ήθελαν να ακούσουν δια το ομοούσιον. Εις το Σύμβολον της Νικαίας ο Λόγος είναι εκ της ουσίας του Πατρός. Όταν η Β' Οικουμενική Σύνοδος υιοθέτησε την διάκρισιν μία ουσία και τρεις υποστάσεις γίνεται ορθόν πλέον να υποστηρίζη κανείς ότι ο Υιός και το Πνεύμα έχουν ως την αιτίαν της υπάρξεώς των, όχι την ουσίαν του Πατρός, αλλά την υπόστασιν του Πατρός. Αλλά δια να κάμη την ερμηνείαν του, όπως φαντάζεται ο κ. Μαρτζέλος το δόγμα της Αγίας Τριάδος, πάλιν καταργεί την διάκρισιν μεταξύ των κοινών και των ακοινωνήτων της Αγίας Τριάδος. Επικαλείται το Σύμβολον της Νικαίας και τον Μέγα Αθανάσιον. Η ορολογία τους είναι κατά πάντα ορθή και ορθόδοξος. Αλλά με την επικράτησιν της διακρίσεως μεταξύ της μιας θείας ουσίας και των τριών υποστάσεων επεκράτησε και η τελική μορφή της διακρίσεως μεταξύ των κοινών και των ακοινωνήτων της Αγίας Τριάδος. Ο κ. Μαρτζέλος υποστηρίζει ότι και ο Δαμασκηνός διδάσκει στο χωρίον που παραθέτει από το Migne, P.G., 94, 824 ΑΒ ότι ο Πατήρ είναι η αιτία της ουσίας και των ενεργειών του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Με άλλα λόγια δεν καταλαβαίνει ότι αφού ο Δαμασκηνός έζησε αρκετούς αιώνες μετά την Β' Οικουμενικήν Σύνοδον θεολογεί μέσα στα πλαίσια της τελικής αυτής διακρίσεως μεταξύ των κοινών και των ακοινωνήτων της Αγίας Τριάδος. Δια τούτο δεν κατανοεί ο κ. Μαρτζέλος τα σχετικά με αυτό το θέμα κείμενα των Πατέρων. Που γράφει ο Δαμασκηνός ρητώς με λέξεις ελληνικές ότι ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως της ιδικής του ουσίας και ενεργείας μέσα στον Υιόν και στο Άγιον Πνεύμα; Που τέλος πάντων ανήκει το φαινόμενο αυτό; Είναι κοινόν ή ακοινώνητον; Αλλά τα ακοινωνήτως περιχωρούντα αλλήλοις πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και η μεταξύ Των κοινωνία ουσίας και ενεργειών δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με την "λογικήν" καθηγητών Πανεπιστημίων, αλλά μόνον με την εμπειρίαν του δοξασμού των θεουμένων. Μόνον "ό υπ' αυτών θεωρείται και λέγεται εν τη παναγία και ομοφυεί και ομοουσίω Τριάδι" είναι η διδασκαλία και το δόγμα των Ορθοδόξων, όχι ο στοχασμός του ενός και του άλλου. Ποιός μεταξύ των θεουμένων γράφει ότι ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως της ιδικής Του ουσίας και των ιδικών Του ενεργειών εις τον Υιόν και εις το Άγιον Πνεύμα;
40. "Επεί γαρ και άπαν, ό θεωρείται και λέγεται εν τη παναγία και ομοφυεί και ομοουσίω Τριάδι, ή κοινόν εστι πάντων, ή ενός και μόνου των τριών", σημαίνει ότι ο διαφωνών με τον ορισμόν αυτόν του Μεγάλου Φωτίου περί των κοινών και των ακοινωνήτων της Αγίας Τριάδος απορρίπτει την περί Αγίας Τριάδος και ενσαρκώσεως παράδοσιν των προφητών, αποστόλων, Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων και είναι επομένως αιρετικός.
41. Έχω τον φόβον ότι οι εισηγηταί αλλοίωσαν τα εν λόγω γραφόμενά μου όχι από τόσον καλήν πρόθεσιν. Δηλαδή φοβούμαι ότι το έκαμαν δια να αποκρούσουν επιστημονικόν αντίλογον. Ενδεικτικόν είναι ότι δεν έδωσαν σημασίαν εις το κείμενόν μου που είχαν αλλοιώσει εις την Γ.Σ. της 14ης Μαίου 1992 όταν η υποψηφία αποκατέστησε το πλήρες κείμενόν μου εις την Γ.Σ. της 10ης Νοεμβρίου 1994. Αλλά το χειρότερον είναι το γεγονός ότι οι Εισηγηταί δεν κατάλαβαν το "ό ουκ άνευ" του δόγματος περί Αγίας Τριάδος που είναι το ότι ο αίτιος Πατήρ και ο αιτιατός Του Υιός και το αιτιατόν Του Πνεύμα είναι ακοινώνητα υποστατικώς και ότι έχουν ως τα κοινά Τους την θείαν ουσίαν Τους και τας φυσικάς ενεργείας της, δηλαδή το ΟΜΟΟΥΣΙΟΝ. Ολόκληρον το διδακτικόν προσωπικόν του τμήματος θεολογίας συνεφώνησε με τους Εισηγητάς εις το σημείον αυτό, δηλαδή ότι ο Πατήρ είναι δήθεν η αιτία της υπάρξεως της ήδη υπαρχούσης ουσίας Του και των ήδη υπαρχουσών ενεργειών της εις τον Λόγον και το Άγιον Πνεύμα. Τούτο συγχαίει τα κοινά και τα ακοινώνητα της Αγίας Τριάδος.
42. Από όλους τους Πατέρας ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσσης ανέπτυξαν ίσως περισσότερον από τους άλλους την διδασκαλίαν περί των κοινών και των ακοινωνήτων στην Αγίαν Τριάδα βάσει της διακρίσεως μεταξύ της μιας ουσίας και των τριών υποστάσεων της Αγίας Τριάδος. Αφού παραθέτω εις την Δογματικήν μου πατερικά κείμενα δια το δόγμα περί των κοινών και των ακοινωνήτων, κυρίως από την σ. 268 μέχρι την σ. 366, δεν δικαιολογείται με κανένα τρόπον το αίσχος που εμφανίζει το εν λόγω Τμήμα επάνω στην καρδιά του δόγματος της Αγίας Τριάδος που είναι αυτά τα ακοινώνητα και τα κοινά Της. Ο Μέγας Φώτιος έκαμε "ρεζίλι" το Filioque των αγραμμάτων και βαρβάρων Φράγκων βάσει του δόγματος τούτου, που είναι η καρδιά της Ορδοδοξίας.21

ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
43. Είδαμεν πώς ο κ. Μαρτζέλος δεν κατάλαβε ούτε τον Μ. Βασίλειον, ούτε τον Γρηγόριον Νύσσης, ούτε τον Ευνόμιον, αλλά ούτε τα γραφόμενά μου δια τον Ευνόμιον. Επί πλέον ο κ. Γ. Μαρτζέλος και οι δύο συνάδελφοί του κ. Ν. Ματσούκας και Δ. Τσελεγγίδης δεν κατάλαβαν τα γραφόμενά μου στο κείμενόν μου που αλλοίωσαν εις την Εισηγητικήν τους Έκθεσιν που κατέθεσαν και ανέγνωσαν κατά την Γενικήν Συνέλευσιν αριθμ. 155 του Τμήματος Θεολογίας της 14ης Μαΐου 1992. Οι ειδικοί καθηγηταί Πανεπιστημίου που ασχολούνται με την ειδικότητα της Δογματικής και της Ιστορίας των Δογμάτων είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν τα ειδικά βιβλία του κλάδου τους, τουλάχιστον τα Ορθόδοξα. Αν οι κ. Μαρτζέλος, Ματσούκας και Δ. Τσελεγγίδης είχαν έστω επιτροχάδην αναγνώση τα πατερικά κείμενα που παραθέτω δια το δόγμα περί των κοινών και των ακοινωνήτων της Αγίας Τριάδος εις την παρούσαν Δογματικήν μου, θα είχαν αποφύγη τας ανοησίας που έγραψαν στην εν λόγω Εισηγητικήν τους Έκθεσιν.
44. Δια τους Πατέρας το Άγιον Πνεύμα ωδήγησεν τους αποστόλους εις πάσαν την Αλήθειαν την ημέραν της Πεντηκοστής όταν η Εκκλησία έγινε το Σώμα του Κυρίου της Δόξης. Δοξασμοί, δηλαδή θεώσεις, έγιναν στους προφήτας της Π. Δ. εν τω Αυτώ Κυρίω της Δόξης και εις τους αποστόλους εν τω Αυτώ Ενσαρκωθέντι πλέον Κυρίω της Δόξης. Η θέωσις των προφητών της Π.Δ. ήτο καταργουμένη (προσωρινά μέχρι την κατάργησιν του Άδου δια της εν αυτώ καθόδου του Κυρίου). Το μένον εν δόξη εγκαινιάσθη δια 1) της Ενσαρκώσεως του Κυρίου (Ιαχβέ) της Δόξης, 2) της Σταυρικής Του Θυσίας, 3) της εις Άδου Καθόδου Του, 4) της Αναλήψεώς Του και 5) ετελειώθη την Πεντηκοστήν όταν η Εκκλησία έγινε το Σώμα Του. Έκτοτε κάθε δοξασμός πιστού είναι είσοδος εις πάσαν την Αλήθειαν, που είναι ο Ένσαρκος Αναληφθείς και επιστραφείς Λόγος, γενομένης της Εκκλησίας το Σώμα Του. Δηλαδή, έκτοτε η ανθρωπίνη φύσις του Κυρίου της Δόξης διαιρείται όπως η άκτιστος ενέργειά Του αδιαιρέτως εν τοις φωτιζομένοις και δοξασμένοις μέλεσί Του και δι'αυτών οδηγεί και άλλους εις την αυτήν πάσαν Αλήθειαν όπως ακριβώς προσεύχεται ο σεσαρκωμένος Ιαχβέ στο Ιωάννου 17.
45. Η εξέλιξις της δογματικής ορολογίας της Εκκλησίας έγινε και γίνεται μόνον έναντι συγκεκριμένης αιρέσεως, όχι από στοχαζομένους και ψάχνοντας δια κάποιαν φιλοσοφικήν ή κοινωνικήν βαθυτέραν κατανόησιν των δογμάτων της πίστεως. Δεν προστίθεται τίποτε εις την τελικήν αποκάλυψιν της πάσης Αληθείας την ημέραν της Πεντηκοστής παρά μόνον νέα μέλη του Σώματος του Χριστού μέσω της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας των και του δοξασμού των. Έτσι κάθε μέλος του Σώματος του Χριστού, που φθάνει στον δοξασμόν της Πεντηκοστής, διαπιστώνει μόνος του τα τρία θεμελιώδη αξιώματα της Ορθοδόξου πίστεως, δηλαδή ότι 1) "Θεόν φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατώτερον", ότι 2) ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ κτιστού και ακτίστου και ότι 3) "...άπαν, ό θεωρείται και λέγεται εν τη παναγία και ομοφυεί και ομοουσίω Τριάδι, ή κοινόν εστι πάντων, ή ενός και μόνου των τριών". Τα περί Θεού ρήματα και νοήματα χρησιμεύουν εις την προσευχήν και εις την διδασκαλίαν δια να φθάση κανείς εις τον φωτισμόν, αλλά καταργούνται μαζί με τας "προφητείας", "γλώσσας", και "γνώσεις" (Α' Κορ. 13:8) κατά την διάρκειαν της θεώσεως ενώ "η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει" (αυτόθι) και εν ή "θεωρείται" "τό τέλειον" (Α' Κορ. 13:9) "πρόσωπον προς πρόσωπον" (Α' Κορ. 13:12). Κατά μίαν διαρκή θέαν της δόξης του Χριστού ο θεούμενος κοινωνεί και συνομιλεί με το περιβάλλον του αφού η κατάστασις αυτή δεν έχει καμμίαν σχέσιν με τας δαιμονικάς εκστάσεις τύπου Νεοπλατωνικών και Φραγκολατίνων μοναχών της παραδόσεως του Αυγουστίνου. Με την λήξιν της θεώσεως τα περί Θεού ρήματα και νοήματα επανέρχονται με την νοεράν προσευχήν, δια την διδασκαλίαν και δια την καθημερινήν συνενόησιν με το περιβάλλον. Και δια τούτο επίσης είναι απατεώνες οι νομίζοντες ότι τα περί Θεού ρήματα και νοήματά τους έχουν μεταφυσικήν ή οντολογικήν ή προσωπολογικήν μονιμότητα, αφού και τα ορθόδοξως αποδιδόμενα εις Θεόν ονόματα δεν είναι άκτιστα.
46. Αλλά απατεώνες είναι κυρίως και οι αποδεχόμενοι οποιαδήποτε μορφή του παπικού δόγματος ότι το Άγιον Πνεύμα οδηγεί ή κάποιαν εκκλησίαν ή κάποιαν ομάδα στοχαζομένων δήθεν θεολόγων βαθμηδόν εις πάσαν την αλήθειαν, ωσάν να μη είχαν πλήρως φθάση εις πάσαν την Αλήθειαν οι μαθηταί του Χριστού την ημέραν της Πεντηκοστής και οι μαθηταί των μαθητών τους μέχρι σήμερα κατά τους δοξασμούς των.
47. Το κύριον έργον της Εκκλησίας είναι η θεραπεία του κέντρου της ανθρωπίνης προσωπικότητος της οποίας η νόσος ευρίσκεται εις την καρδίαν, δηλαδή εις το πνεύμα της, που στην νέαν ιατρικήν γλώσσαν θα ηδύνατο να λέγεται η νευροβιολογική νόσος της καρδίας που παράγει τας φαντασιώσεις και τας δεισιδαιμονίας των μη Ορθοδόξως θρησκευομένων και των κατά κόσμον αρχηγών τους, όχι μόνον των ειδωλολατρών και αλλοθρήσκων, αλλά και των αιρετικών και των τυπικώς Ορθοδόξων. Το έργον της Εκκλησίας είναι θεραπευτικόν, η κάθαρσις και ο φωτισμός της καρδίας, δηλαδή της θεραπείας της νευροβιολογικής νόσου της, και η θέωσις μαζί με τας κοινωνικάς προεκτάσεις της. "Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται".
48. Μόνον από την εμπειρίαν του εν Χριστώ δοξασμού των αποστόλων, προφητών και Πατέρων γνωρίζομεν ότι εν τω Θεώ υπάρχουν μόνον τα κοινά του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και τα ακοινώνητα μεταξύ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τα ακοινώνητα κατέχουν τα κοινά ομοουσίως και τα ακοινώνητα μη ταυτιζόμενα περιχωρούν αλλήλοις. Όλα τα περί Θεού Ορθοδόξως λεγόμενα ανήκουν ή στα κοινά ή στα ακοινώνητα.
49.Εξ αιτίας της νοσούσης νοεράς ενεργείας έχομεν εικόνα περί Θεού κατά τας επιθυμίας των διαβλητών μας παθών που εμφωλεύουν εις την καρδίαν. Άλλα είναι επομένως τα θεόπνευστα γραφόμενα των θεουμένων, και άλλα είναι τα δήθεν θεολογικά συγγράμματα των μη θεουμένων. Οι θεούμενοι μας έδωσαν από την εμπειρίαν της θεώσεώς τους την διάκρισιν μεταξύ των εν τη Αγία Τριάδι κοινών και ακοινωνήτων και τα αξιώματα ότι ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ του Θεού και των δημιουργημάτων Του και δια τούτο "Θεόν φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατώτερον". Εντός των πλαισίων των αξιωμάτων αυτών αποκλείονται αι πλάναι και αι αιρέσεις της μεταφυσικο-οντολογίας, της πνευματολογίας και του προσωπισμού (περσοναλισμού).
50. Αι τρεις αυτοκρατορίαι της Τσαρικής Ρωσίας, της Μεγάλης Βρεταννίας και της Φράντσιας ίδρυσαν τον Νέον Ελληνισμόν και την δυτικοποιημένην Ορθοδοξίαν του μέσω των Μασώνων πρακτόρων τους όπισθεν του Αδαμαντίου Κοραή. Ίδρυσαν τας Θεολογικάς Σχολάς του ΚΠΑ και της Χάλκης δια να μεταμορφώσουν την θεραπευτικήν Ορθοδοξίαν των προφητών, των αποστόλων και των Πατέρων, που διασώζετο κυρίως εις τον μοναχισμόν, εις ομοίωμα της μεταφυσικής Τσαρικής Ορθοδοξίας. Παρ' ότι εις την Ελλάδα άρχισε προ ετών η επανάστασις κατά της προδοσίας αυτής, υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη εκείνοι που συνεχίζουν να απορρίπτουν την θεραπευτικήν Ορθοδοξίαν. Εξακολουθούν να γράφουν συνταγάς φαρμάκων ή πνευματολογίας22 ή οντολογικο-μεταφυσικής23 ή προσωπισμού.24 Δια τούτο μάλιστα προωθούνται οι "ορθόδοξοι" ηγέται των ρευμάτων αυτών από το Βατικανό και το ΠΣΕ. Έχουν ειδικούς με την ευθύνη να παρακολουθούν τους Ορθοδόξους ηγέτας και θεολόγους δια να δημιουργήσουν φωτοστεφάνους γύρω απ' αυτούς που τους συμφέρει δια να επιβάλλουν μέσω αυτών την ποικιλίαν και την περιεκτικότητα που χαρακτηρίζει τας ιδικάς τους παραδόσεις. Δεν έχουν σκοπόν τον αφανισμόν της θεραπευτικής Ορθοδοξίας αλλά να την μεταβάλλουν εις μίαν εκ πολλών θέσεων της Ορθοδοξίας.
51. Όπισθεν της εξελίξεως αυτής του Οικουμενισμού η κάποτε ηνωμένη θρησκευτικώς τάξις των Φραγκολατίνων βασιλέων και ευγενών της Ευρώπης, που είχε διαιρεθεί σε Παπικούς και Προτεστάντες μετά από συνεχή θρησκευτικόν πόλεμον πέντε αιώνων απεφάσισαν να συμφιλιωθούν και να βρουν τρόπους να ξαναενωθούν. Δια να επιτύχουν την ένωσιν αναγκάζονται να υιοθετήσουν την περιεκτικότητα θεολογιών, δογμάτων και παραδόσεων. Δεν τους ενδιαφέρει το γεγονός ότι όλοι έχομεν την ιδίαν νόσον και έχομεν την ανάγκην της ιδίας θεραπείας. Τους ενδιαφέρει μόνον η ένωσις και η "μυστηριακή" κοινωνία. Το ερώτημα είναι σε τί διαφέρουν ουσιαστικώς απ' αυτούς οι Ορθόδοξοι εκείνοι που δεν συνδέουν πλέον την ιδικήν τους θεολογίαν με την θεραπείαν της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και της θεώσεως.
52. Η συνταγή που οδηγεί εις την θεραπείαν της νευροβιολογικής νόσου της καρδίας, τ.ε. της νοεράς ενεργείας της ψυχής, δια της καθάρσεως και του φωτισμού της και του δοξασμού είναι η μόνη αποτελεσματική. Όποια συνταγή απομακρύνει τον άνθρωπον από την θεραπείαν αυτήν είναι κομπογιανίτικη. Η συνταγή Αυτού Τούτου του Κυρίου της Δόξης είναι σαφεστάτη, "Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται". Και το ότι η θεραπεία αυτή της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού γίνεται εντεύθεν του τάφου είναι η συμπαγής παράδοσις των αποστόλων και των Πατέρων (Α' Κορ. 12:26).25 Όπως κάθε ασθένεια οφείλει να έχει την θεραπείαν της δια να ιατρευθεί, έτσι και η νόσος της θρησκείας που εδρεύει εις την καρδίαν θεραπεύεται από την καθαρτικήν, φωτιστικήν και δοξαστικήν άκτιστον ενέργειαν του Κυρίου της Δόξης, του ιατρού των σωμάτων και των ψυχών ημών.
53. Μόνον εντός των πλαισίων αυτών της ιατρικής και της θεραπευτικής γίνονται κατανοητά τα κείμενα του αποστόλου Παύλου, "ώστε ός αν εσθίη τον άρτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου. Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω, ο γαρ εσθίων και πίνων κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα. Δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί" (Α' Κορ. 11:28-30). Με άλλα λόγια πρέπει κανείς να δοκιμάση τον εαυτόν του αν είναι στην κατάστασιν φωτισμού, και επομένως μέλος του σώματος του Χριστού και ναός του Αγίου Πνεύματος, με τουλάχιστον τα "γένη γλωσσών", δηλαδή την νοεράν προσευχήν. Άλλως εσθίει τον άρτον και πίνει το ποτήριον του Κυρίου αναξίως (Α' Κορ. 11:27). Εν τοιαύτη περιπτώσει ευρίσκεται μεταξύ ή των "ασθενών" ή των "αρρώστων" ή των πνευματικώς "κοιμωμένων (νεκρών)" (Α' Κορ. 11:30), δηλαδή μη μετέχων εις την πρώτην ανάστασιν του έσω ανθρώπου. Ο τοιούτος μετέχει εις την Θείαν Ευχαριστίαν ουχί αξίως, αλλά εις κατάκριμα. Δεν πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί τον δείπνον της αγάπης (πού τότε συνόδευε κάθε ευχαριστιακήν σύναξιν) ως ευκαιρίαν να τρώη και να πίνη. Τούτο κάμνει κανείς στο σπίτι του (Α' Κορ. 11:21-22,34) "ει δε εαυτούς διεκρίνομεν (δηλαδή δια της νοεράς προσευχής), ουκ εκρινόμεθα, κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη σύν τω κόσμω κατακριθώμεν" (Α' Κορ. 11:31-32). Εις τον φωτισμόν και εις τον δοξασμόν κρινόμενοι οι φωτισθέντες και οι θεωθέντες εκπαιδεύονται εντός του πνεύματός των από τον ίδιον τον Χριστόν. Την θεραπείαν αυτήν περιγράφει εν συνεχεία ο απόστολος Παύλος στην Α' Κορ. 12-15:11.